παρδαλίζω

παρδαλίζω
[παρδαλός]
παρδαλεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρδαλίζω — 1. είμαι ποικιλόχρωμος. 2. είμαι άσεμνος: Η κόρη τους παρδαλίζει λιγάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”